- αντιπαραγγέλλω
- (Α ἀντιπαραγγέλλω)νεοελλ.κάνω παραγγελία που αναιρεί άλλη προηγούμενηαρχ.1. διατάζω κι εγώ με τη σειρά μου2. στέλνω μήνυμα σε απάντηση άλλου μηνύματος3. διεκδικώ δημόσια θέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιπαραγγέλλοντα — ἀντιπαραγγέλλω give orders pres part act neut nom/voc/acc pl ἀντιπαραγγέλλω give orders pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαρήγγελλε — ἀντιπαραγγέλλω give orders aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἀντιπαραγγέλλω give orders imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαρήγγελλεν — ἀντιπαραγγέλλω give orders aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἀντιπαραγγέλλω give orders imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραγγέλλοντες — ἀντιπαραγγέλλω give orders pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαρήγγειλαν — ἀντιπαραγγέλλω give orders aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαρήγγειλεν — ἀντιπαραγγέλλω give orders aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)